- περιέπιπτον
- περϊέπῑπτον , περιπίπτωfall aroundimperf ind act 3rd plπερϊέπῑπτον , περιπίπτωfall aroundimperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοιλιακός — ή, ό (AM κοιλιακός, ή, όν) [κοιλία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοιλιά (α. «κοιλιακοί μύες» οι μύες τών προσθιοπλάγιων τοιχωμάτων τής κοιλιακής κοιλότητας β. «ἐκ πολλῆς ἀπορίας ὑδερικοῑς και κοιλιακοῑς περιέπιπτον ἀρρωστήμασιν», Πλούτ.)… … Dictionary of Greek
περιπίπτω — ΝΜΑ μτφ. εμπίπτω, εμπλέκομαι σε μια κατάσταση, ιδίως δυσάρεστη («ὅταν πειρασμοῑς περιπέσητε ποικίλοις», ΚΔ) νεοελλ. 1. περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση, καταντώ («ο άρρωστος περιέπεσε σε κώμα») 2. υποπίπτω («ο κατηγορούμενος περιέπεσε σε… … Dictionary of Greek